αναπάντεχος

αναπάντεχος
και ανεπάντεχος και ανηπάντεχος και απάντεχος, -η, -ο
1. αυτός που δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, απρόβλεπτος, ανέλπιστος, ξαφνικός
2. το ουδ. ως ουσ. αυτό που συμβαίνει απροσδόκητα, το απρόοπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναπάντεχος < αν-* στερ. + απαντέχω. Ο τ. απάντεχος < απαντέχω αποκτά στερητική σημασία με τον αναβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναπάντεχος — αναπάντεχος, η, ο και ανεπάντεχος, η, ο επίρρ. α (στερητ. αν και ρ. απαντέχω = περιμένω), αυτός που δεν περιμένουμε, απροσδόκητος: Αναπάντεχα νέα μάς έφερες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άξαφνος — η, ο [άξαφνα] 1. αιφνίδιος, απροσδόκητος, ξαφνικός, αναπάντεχος 2. το ουδ. ως ουσ. το άξαφνο κάτι, συνήθως κακό, που γίνεται απροσδόκητα («άξαφνο να σούρθει» κατάρα) …   Dictionary of Greek

  • ακαρτέρευτος — η, ο [καρτερεύω] ξαφνικός, αναπάντεχος (βλ. ακαρτέρητος) …   Dictionary of Greek

  • ακαρτέρητος — η, ο (Α ἀκαρτέρητος, ον) [καρτερῶ] 1. αυτός που δεν δείχνει καρτερία, ανυπόμονος 2. πρόθυμος, ζωηρός νεοελλ. απροσδόκητος, αναπάντεχος αρχ. ο ανυπόφορος …   Dictionary of Greek

  • άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • αλόγιαστος — η, ο ο ασυλλόγιστος, αστόχαστος 2. απρόβλεπτος, αναπάντεχος 3. ανυπολόγιστος, αμέτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λογιαστός < λογιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ανέλπιστος — η, ο (AM ἀνέλπιστος, ον) μη ελπιζόμενος, απροσδόκητος, αναπάντεχος αρχ. 1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν έχει ελπίδα, απελπισμένος 2. (για πράγματα) εκείνος που δεν παρέχει ελπίδα, απελπιστικός 3. το ουδ. ως ουσ. το ανέλπιστον το να μην ελπίζεις… …   Dictionary of Greek

  • απροσδόκητος — η, ο (AM ἀπροσδόκητος, ον) [προσδοκώ] αυτός που δεν τον περιμένει κανείς, αναπάντεχος αρχ. αυτός που δεν περιμένει ότι θα συμβεί κάτι …   Dictionary of Greek

  • απρόσμενος — η, ο απροσδόκητος, αναπάντεχος …   Dictionary of Greek

  • δυσέλπιστος — δυσέλπιστος, ον (Α) 1. δύσελπις 2. αναπάντεχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”